Greek Meaning of obliging

προθυμος

Other Greek words related to προθυμος

Definitions and Meaning of obliging in English

Wordnet

obliging (s)

showing a cheerful willingness to do favors for others

Webster

obliging (p. pr. & vb. n.)

of Oblige

Webster

obliging (a.)

Putting under obligation; disposed to oblige or do favors; hence, helpful; civil; kind.

FAQs About the word obliging

προθυμος

showing a cheerful willingness to do favors for othersof Oblige, Putting under obligation; disposed to oblige or do favors; hence, helpful; civil; kind.

φιλικός,φιλόξενος,προσαρμοστικό,χρήσιμος,επιεικής,επίμονος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,υπάκουος,προσεκτικός

ενοχλητικός,επιβαρυντικός,απογοητευτικός,αγενής,ανησυχητικό,επιβαρυντικός,αποτυχημένος,σέλωμα,ανησυχητικό,ζύγισμα

obliger => υποχρεώνω, obligement => υποχρέωση, obligee => Δικαιούχος, obliged => υποχρεωμένος, oblige => υποχρεώνω,