Greek Meaning of obliging
προθυμος
Other Greek words related to προθυμος
- ενοχλητικός
- επιβαρυντικός
- απογοητευτικός
- αγενής
- ανησυχητικό
- επιβαρυντικός
- αποτυχημένος
- σέλωμα
- ανησυχητικό
- ζύγισμα
- περιοριστική
- εγκατάλειψη
- ενοχλητικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- Κούτσαινε
- συγκράτηση
- εμποδίζοντας
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- απογοητεύω
- εμποδίζοντας
- αντίθετος
- συγκρατημένος
- ματαιώνοντας
- απογοητευτικός
- εμποδίζω
- σαμποτάροντας
Nearest Words of obliging
- obligingly => ευχαρίστως
- obligingness => ευσυνειδησία
- obligor => οφειλέτης
- obliquation => λοξότητα
- oblique => λοξός
- oblique angle => Λοξή γωνία
- oblique bandage => Λοξός επίδεσμος
- oblique case => Πτώση λοξή
- oblique triangle => λοξός τρίγωνο
- oblique vein of the left atrium => Πλάγια φλέβα του αριστερού κόλπου
Definitions and Meaning of obliging in English
obliging (s)
showing a cheerful willingness to do favors for others
obliging (p. pr. & vb. n.)
of Oblige
obliging (a.)
Putting under obligation; disposed to oblige or do favors; hence, helpful; civil; kind.
FAQs About the word obliging
προθυμος
showing a cheerful willingness to do favors for othersof Oblige, Putting under obligation; disposed to oblige or do favors; hence, helpful; civil; kind.
φιλικός,φιλόξενος,προσαρμοστικό,χρήσιμος,επιεικής,επίμονος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,υπάκουος,προσεκτικός
ενοχλητικός,επιβαρυντικός,απογοητευτικός,αγενής,ανησυχητικό,επιβαρυντικός,αποτυχημένος,σέλωμα,ανησυχητικό,ζύγισμα
obliger => υποχρεώνω, obligement => υποχρέωση, obligee => Δικαιούχος, obliged => υποχρεωμένος, oblige => υποχρεώνω,