Greek Meaning of considerate

προσεκτικός

Other Greek words related to προσεκτικός

Definitions and Meaning of considerate in English

Wordnet

considerate (a)

showing concern for the rights and feelings of others

FAQs About the word considerate

προσεκτικός

showing concern for the rights and feelings of others

προσεκτικός, προσεκτική,φροντιστικός,ευγενικός,σεβαστός,στοχαστικός,συμπονετικός,ευγενικός,γενναιοδωρος,γενναιόδωρος,καλός

απρόσεκτος,απρόσεκτος,αναίσθητος,απρόσεκτος,αδιάφορος,αγενής,απρόσεκτος,αγενής,εχθρικός,Αγενής

considerably => σημαντικά, considerable => σημαντικός, consider => εξετάζω, conserves => Διατηρεί, conserved => συντηρημένο,