Greek Meaning of gallant
γενναιοδωρος
Other Greek words related to γενναιοδωρος
- γενναίος
- γενναίος
- ατρόμητος
- ηρωικός
- ηρωικός
- γενναίος
- περιπετειώδης
- έντονος
- Τολμηρός
- ανίκητος
- ανδρείος
- γενναίος
- γενναίος
- παρορμητικός
- ανίκητος
- Λεοντόκαρδος
- Ανδρείος
- αποφασισμένος
- σταθερός
- γεροδεμένος
- γενναίος
- ατρόμητος
- ανδρείος
- περιπετειώδης
- Θρασύς
- θρασύς
- θρασύς
- Τολμηρός
- αριστοκρατικός
- αποφασισμένος
- στερεός
- απερίσκεπτος
- παιχνίδι
- Γιγαρτάδικος
- παιχνιδιάρικο
- μεγαλόκαρδος
- τραχύς
- ανθεκτικός
- Επιπόλαιος
- με κεφάλι κάτω
- απρόσεκτος
- Οξύθυμος
- παρορμητικός
- απερίσκεπτος
- απερίσκεπτος
- τρελός
- τρελός
- τρελός
- τρελό
- Ανδρείος
- τρελός
- Γενναίος
- Δερματικό εξάνθημα
- απερίσκεπτος
- σπαρτιατικός
- ζωηρός
- ζωηρός
- απρόσεκτος
- ανέκφοβος
- Αδάμαστος
- ατάραχος
- αδάμαστος
- σταθερός
- ακλόνητος
- τολμηρός
- τολμηρός
- Άγρια
- ανήσυχος
- προσεκτικός
- κοτόπουλο
- Δειλός
- δειλός
- διστακτικός
- φοβισμένος
- άνανδρος
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- αναίσθητος
- αγχωμένος
- Μικρόψυχος
- τρομακτικός
- ντροπαλός
- νευρικός
- Ανίσχυρος
- άψυχος
- ντροπαλός
- δειλός
- αγενής
- κίτρινο
- ανάξιος λόγου
- φοβισμένος
- ταραγμένος
- ανήσυχος
- προσεκτικός
- δειλός
- διαταραγμένος
- Δειλός
- φοβισμένος
- προσεκτικός
- Δειλός
- δειλός
- πανικόβλητος
- ταραγμένος
- δειλός
- δειλός
- συνετός
- φοβισμένος
- τρομαγμένος
- τρομοκρατημένος
- δειλός
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- Κοτόπουλο συκώτι
- Δειλός
- δειλός
- τρομοκρατημένος
- ανήσυχος
- αποσυντονισμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- τρομοκρατημένος
- Πανικόβλητος
- σοκαρισμένος
- Ανάρμοστος, ανάρμοστα
- Αδύναμος
- δειλός
- ανήσυχος
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
Nearest Words of gallant
Definitions and Meaning of gallant in English
gallant (n)
a man who is much concerned with his dress and appearance
a man who attends or escorts a woman
gallant (s)
unflinching in battle or action
lively and spirited
having or displaying great dignity or nobility
being attentive to women like an ideal knight
gallant (a.)
Showy; splendid; magnificent; gay; well-dressed.
Noble in bearing or spirit; brave; high-spirited; courageous; heroic; magnanimous; as, a gallant youth; a gallant officer.
Polite and attentive to ladies; courteous to women; chivalrous.
gallant (n.)
A man of mettle or spirit; a gay; fashionable man; a young blood.
One fond of paying attention to ladies.
One who wooes; a lover; a suitor; in a bad sense, a seducer.
gallant (v. t.)
To attend or wait on, as a lady; as, to gallant ladies to the play.
To handle with grace or in a modish manner; as, to gallant a fan.
FAQs About the word gallant
γενναιοδωρος
a man who is much concerned with his dress and appearance, a man who attends or escorts a woman, unflinching in battle or action, lively and spirited, having or
γενναίος,γενναίος,ατρόμητος,ηρωικός,ηρωικός,γενναίος,περιπετειώδης,έντονος,Τολμηρός,ανίκητος
ανήσυχος,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,διστακτικός,φοβισμένος,άνανδρος,ποντίκι,Τον ποντικό
gallamine => Γαλαμίνη, gall wasp => Κυνίπες, gall of the earth => χολή της γης, gall midge => Μύγα της χολής, gall gnat => Κοκκομύτης,