Greek Meaning of spunky

ζωηρός

Other Greek words related to ζωηρός

Definitions and Meaning of spunky in English

Wordnet

spunky (s)

showing courage

willing to face danger

FAQs About the word spunky

ζωηρός

showing courage, willing to face danger

ζωηρός,φλογερός,παθιασμένος,πιπεράτος,ζωηρός,επιθετικός,φιλόδοξος,κινούμενη,διεκδικητικός,Ενεργητικός

αναίμακτος,βαρετό,νεκρός,βαρετό,χλιαρός,αδιάφορος,νωθρός,μολυβένιος,άψυχο,κουτσός

spunk => ορμή, spun yarn => Νήμα γνέθοντας, spun sugar => Ζαχαρόκλωνη, spume => αφρός, spue => εμέω,