Greek Meaning of unassertive

μη διεκδικητικός

Other Greek words related to μη διεκδικητικός

Definitions and Meaning of unassertive in English

Wordnet

unassertive (a)

inclined to timidity or lack of self-confidence

FAQs About the word unassertive

μη διεκδικητικός

inclined to timidity or lack of self-confidence

ταπεινός,σεμνός,ντροπαλός,συγκαταβατικός,συμβατός,σεβαστικός,κόσμιος,προσγειωμένος,ταπεινός,αφελης

επιθετικός,διεκδικητικός,Θρασύς,έντονος,θρασύς,θρασύς,θρασύς,Σίγουρος για τον εαυτό του,καυχησιάρης,σίγουρος

unassented => μη αποδεχτεί, unassailably => αδιαμφισβήτητος, unassailable => ανέγγιχτος, unasked-for => ανεπιθύμητη, unasked => απρόσκλητος,