Greek Meaning of domineering

Αφέντης

Other Greek words related to Αφέντης

Definitions and Meaning of domineering in English

Wordnet

domineering (a)

tending to domineer

Webster

domineering (p. pr. & vb. n.)

of Domineer

Webster

domineering (a.)

Ruling arrogantly; overbearing.

FAQs About the word domineering

Αφέντης

tending to domineerof Domineer, Ruling arrogantly; overbearing.

αλαζόνας,αυταρχικός,αυταρχικός,αλαζόνας,επιθετικός,αυθεντικός,αυταρχικός,αυταρχικός,επιτακτικός,Ελεγχόμενος

Επιδεκτικός,υπάκουος,ταπεινός,σεμνός,υπάκουος,μετριόφρων,αναποφάσιστος,παθητικός,υποτακτικός,χειραγωγίσιμος

domineered => κυριάρχησε, domineer => κυριαρχώ, dominee => πάστορας, domine => Δομίνε, dominatrix => κυρίαρχος,