Greek Meaning of dominative

κυρίαρχος

Other Greek words related to κυρίαρχος

Definitions and Meaning of dominative in English

Webster

dominative (a.)

Governing; ruling; imperious.

FAQs About the word dominative

κυρίαρχος

Governing; ruling; imperious.

κατακτώ,ήττα,ξεπερνώ,καταπιέζω,θέμα,ρυθμός,μεζούρα,καταβάλλω,κατευνάζω,μειώνω

εκφόρτιση,απελευθρώνω,δικαίωμα ψήφου,δωρεάν,απελευθερώνω,Απελευθέρωση,άνοιξη,αποσυνδέω,απελευθερώνω,απελευθερώνω

domination => κυριαρχία, dominating => κυρίαρχος, dominated => κυρίαρχος, dominate => κυριαρχεί, dominant gene => Κυρίαρχο γονίδιο,