Greek Meaning of dominated
κυρίαρχος
Other Greek words related to κυρίαρχος
- ηττημένος
- ήρεμος
- κατακτημένος
- υποβλήθηκε
- εξαντλημένος
- ρυθμός
- θρυμματισμένος
- Δούλος
- υπερνικώ
- Υπερδύναμος
- ειρηνευμένος
- μειωμένη
- συντριμμένος
- υποδουλωμένος
- νικημένος
- υπαγόμενος
- Χρεοκοπημενος
- γρονθοκόπησε
- βάλω κάτω
- ακυρώθηκε
- κατέστειλε
- καταπιεσμένος
- δρομολογημένο
- σιωπηλός
- πνιγμένος
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- καταπιεσμένη
- ξυλοκοπημένος
- διέλυσε
- χτύπησε
- χτυπημένος
- ξυλοκοπημένος
- κομμένο (κάτω)
- επικράτησε (πάνω από)
- Μεθυσμένος
- σβησμένο (έξω)
- θριαμβεύω (επί)
Nearest Words of dominated
Definitions and Meaning of dominated in English
dominated (s)
controlled or ruled by superior authority or power
harassed by persistent nagging
dominated (imp. & p. p.)
of Dominate
FAQs About the word dominated
κυρίαρχος
controlled or ruled by superior authority or power, harassed by persistent naggingof Dominate
ηττημένος,ήρεμος,κατακτημένος,υποβλήθηκε,εξαντλημένος,ρυθμός,θρυμματισμένος,Δούλος,υπερνικώ,Υπερδύναμος
εκφορτισμένος,ελευθερωμένος,Eγκεκριμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,κυκλοφόρησε,ελεύθερος,πήδηξε,αναπηδήσαμε,απελευθερωμένος
dominate => κυριαρχεί, dominant gene => Κυρίαρχο γονίδιο, dominant allele => Κυρίαρχο αλληλόμορφο, dominant => κυρίαρχος, dominancy => κυριαρχία,