Greek Meaning of quashed

ακυρώθηκε

Other Greek words related to ακυρώθηκε

Definitions and Meaning of quashed in English

Webster

quashed (imp. & p. p.)

of Quash

FAQs About the word quashed

ακυρώθηκε

of Quash

κατέστειλε,ήρεμος,καταπιεσμένη,θρυμματισμένος,κατεστραμμένος,σβησμένος,υπερνικώ,καταπιεσμένος,σιωπηλός,πλακωμένος

βοήθησε,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,βοήθησε,προκάλεσε,αναδευμένος,υποστηριζόμενος,υποκινήθηκε,προηγμένος,Καλλιεργούμενος

quash => ακυρώσω, quaschi => Κουασί, quasar => κουάζαρ, quas => σχεδόν, quartzy => χαλαζιακός,