Greek Meaning of clamped down (on)
καταστέλλω (εναντίον)
Other Greek words related to καταστέλλω (εναντίον)
- βάλω κάτω
- κατέστειλε
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- καταπιάστηκε έντονα (με)
- κάθισε
- χαστούκισε
- θρυμματισμένος
- κατεστραμμένος
- σβησμένος
- υπερνικώ
- σβήνω
- ακυρώθηκε
- καταπιεσμένος
- σιωπηλός
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- πνιγηρός
- εξαλειφθεί
- σβησμένο (έξω)
- εξαντλημένος
- δεκατισμένος
- κατεδαφισμένο
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- κυρίαρχος
- έβρεξε
- εξαλείφθηκε
- Υπερφορτωμένος
- σβησμένο
- κατεστραμμένος
- συντριμμένος
- πνιγμένος
- στραγγαλισμένος
- υποδουλωμένος
- στραγγαλισμένος
- νικημένος
- σπαταλημένος
- βυθισμένο
- κατακτημένος
- βρεγμένο
- διαγραμμένο
Nearest Words of clamped down (on)
Definitions and Meaning of clamped down (on) in English
clamped down (on)
to try harder to punish (people who are doing something that is not legal or proper), to work harder to stop (a crime)
FAQs About the word clamped down (on)
καταστέλλω (εναντίον)
to try harder to punish (people who are doing something that is not legal or proper), to work harder to stop (a crime)
βάλω κάτω,κατέστειλε,ήρεμος,καταπιεσμένη,καταπιάστηκε έντονα (με),κάθισε,χαστούκισε,θρυμματισμένος,κατεστραμμένος,σβησμένος
βοήθησε,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,βοήθησε,υποστηριζόμενος,στηριγμένη,χτυπημένος,υποκινήθηκε,προηγμένος,Καλλιεργούμενος
clamped down => σφιγμένο, clamp down (on) => (καταστολή), clamors => θόρυβος, clamored (for) => ζήτησε (κάτι), clamor (for) => θόρυβος (για),