FAQs About the word clamming up

σφίξιμο

to become silent

δέσιμο,ψύξη,ξήρανση,διατήρηση της ειρήνης,σσσ,No disponible,καταπραϋντικό,Εγκατάσταση (κάτω),σωπαίνει,ηρεμία

μιλώντας,Ομιλία,μιλώντας,ψεκασμός (off),ομιλώντας,ηχηρό,μιλώντας,παρεμβαίνοντας

clammed up => Κλείνω το στόμα μου, clambakes => Ψήσιμο με θαλασσινά, claims => αξιώσεις, claimants => διεκδικούντες, cladded => επενδεδυμένος,