FAQs About the word speaking up

μιλώντας

speak out, to express an opinion freely, to speak loudly and distinctly

Ομιλία,φωνητικός,κοινωτικός,εκτατικός,εκθέτοντας,φλύαρος,μιλώντας,κουβεντολόγος,ομιλώντας,φλύαρος

άναρθρος,βουβός,άφωνος,άηχος,ασυνεπής,ακατανόητος,άλαλος

speaking out => Ομιλία, speaking (of) => μιλώντας (για), speaking (about) => μιλώντας (σχετικά με), speakers => ηχεία, speak one's mind => λέω την άποψή μου,