Greek Meaning of spawns
γεννά
Other Greek words related to γεννά
- φέρνει
- αιτίες
- δημιουργεί
- παράγει
- παράγει
- ενδείξεις
- κάνει
- επιδράσεις
- περιπτώσεις
- έργα
- Γεννά
- φυλές
- επιφέρει
- παράγει
- καταλύει
- αντλεί από
- γεννάει
- δίνει αφορμή για
- προκαλεί
- επικαλείται
- κάνει
- αποτελέσματα (σε)
- Μεταφράζει (σε)
- αποδόσεις
- προόδους
- αρχίζει
- Φέρνει
- Οδηγεί σε
- συμβάλλει σε
- καλλιεργεί
- προσδιορίζει
- Αναπτύσσει
- επιφέρει
- θεσπίζει
- ενθαρρύνει
- ιδρύει
- πατέρες
- προωθεί
- ιδρύει
- προωθεί
- εγκαινιάζει
- ξεκινά
- καινοτομεί
- ιδρύματα
- εισάγει
- λανσάρει
- τρέφει
- θρέφει
- προάγει
- δίνει
- σύνολα
- δημιουργεί
- αρχίζει
- αποδεικνύεται ότι
- στοιχεία ελέγχου
- εμποδίζει
- όρια
- περιορίζει
- πνίγει
- καταστέλλει
- Συλλήψεις
- επιταγές
- πεζοδρόμια
- υγραίνει
- καταστρέφει
- βάζει κάτω
- ακυρώνει
- καταπνίγει
- Χαλινάρια (σε)
- καταπιέζει
- περιορίζει
- πνίγει
- κολοκύθες
- καταπνίγει
- υποτάσσει
- καταργεί
- κονσέρβες
- καταστέλλει (σε)
- καταπνίγει (κάτι)
- Καταστρέφει
- σβήνει
- εκκαθαρίζει
- σβήνει
- σβήνει (σβήνει)
- ακόμα
Nearest Words of spawns
- speak (about) => μιλάω (για)
- speak (for) => μιλάω (για)
- speak (to or with) => μιλάω (σε ή με)
- speak one's mind => λέω την άποψή μου
- speakers => ηχεία
- speaking (about) => μιλώντας (σχετικά με)
- speaking (of) => μιλώντας (για)
- speaking out => Ομιλία
- speaking up => μιλώντας
- speaks (about) => μιλάει (για)
Definitions and Meaning of spawns in English
spawns
to deposit or fertilize spawn, the eggs of aquatic animals (as fishes or oysters) that lay many small eggs, something produced in large quantities, product, offspring, offspring in great numbers, to produce young especially in large numbers, mycelium especially prepared (as in bricks) for propagating mushrooms, generate, bring forth, the eggs of aquatic animals (such as fishes or oysters) that lay many small eggs, to produce or deposit (eggs), to deposit or fertilize eggs, to plant with mushroom spawn, to induce (fish) to spawn, bring forth, generate, the seed, germ, or source of something, product sense 2, offspring
FAQs About the word spawns
γεννά
to deposit or fertilize spawn, the eggs of aquatic animals (as fishes or oysters) that lay many small eggs, something produced in large quantities, product, off
φέρνει,αιτίες,δημιουργεί,παράγει,παράγει,ενδείξεις,κάνει,επιδράσεις,περιπτώσεις,έργα
στοιχεία ελέγχου,εμποδίζει,όρια,περιορίζει,πνίγει,καταστέλλει,Συλλήψεις,επιταγές,πεζοδρόμια,υγραίνει
spawning => γέννα, spawned => γεννήθηκε, spatting => φτύσιμο, spatters => πιτσιλιές, spatted => κηλιδωμένος,