Greek Meaning of curbs
πεζοδρόμια
Other Greek words related to πεζοδρόμια
- περιέχει
- στοιχεία ελέγχου
- διατηρεί
- μέτρα
- ρυθμίζει
- περιορίζει
- καταστέλλει
- τετράγωνα
- επιταγές
- περιορίζει
- Κρατάει
- Χαλινάρια (σε)
- κανόνες
- πνίγει
- σταματά
- Συλλήψεις
- πνίγεται (πίσω)
- εμπόδια
- εμποδίζει
- κρατάει πίσω
- εμποδίζει
- διακοπές
- κιμάς
- ρύγχη
- Εμποδίζει
- τσέπες
- καταπιέζει
- σιωπές
- νεροχύτης
- πνίγει
- καταπνίγει
- στραγγαλιές
- χελιδόνια
Nearest Words of curbs
Definitions and Meaning of curbs in English
curbs
an edging (as of concrete) built along a street to form part of a gutter
FAQs About the word curbs
πεζοδρόμια
an edging (as of concrete) built along a street to form part of a gutter
περιέχει,στοιχεία ελέγχου,διατηρεί,μέτρα,ρυθμίζει,περιορίζει,καταστέλλει,τετράγωνα,επιταγές,περιορίζει
ελευθερώνει,χαλαρώνει,χάνει,εκφράζει,παίρνει,απελευθερώνει,αέρας,χάνει
curbed => συγκρατημένος, curatives => θεραπείες, curates => επιμελητής, curés => ιερείς, curé => Ιερέας,