FAQs About the word curled up

Έτοιμος

to arrange oneself in or as if in a curl or ball, to arrange oneself in or as if in a ball or curl

Σκυφτός,φωλιασμένος,Στοργικός,στριμωγμένος,σκαμμένο,ξαπλωμένος,Συνωστισμένος,καμπούρης,καμπούρης (κάτω),τσαλακωμένος

No antonyms found.

curiosities => περιέργειες, curios => περίεργος, cures => φάρμακα, cure-alls => πανάκεια, curdy => πήγμα,