Greek Meaning of hunched
καμπούρης
Other Greek words related to καμπούρης
Nearest Words of hunched
- hunching => καμπούρης
- hundred => εκατό
- hundred and one => εκατό και ένα
- hundred dollar bill => χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων
- hundred thousand => εκατό χιλιάδες
- hundred years' war => Εκατονταετής Πόλεμος
- hundred-and-eightieth => εκατό ογδόντα
- hundred-and-fifteenth => εκατοστά δεκάτη πέμπτη
- hundred-and-fifth => εκατοστός πέμπτος
- hundred-and-fiftieth => εκατοστό πεντηκοστό
Definitions and Meaning of hunched in English
hunched (s)
having the back and shoulders rounded; not erect
hunched (imp. & p. p.)
of Hunch
FAQs About the word hunched
καμπούρης
having the back and shoulders rounded; not erectof Hunch
Σκυφτός,Συνωστισμένος,Καθίζω,ξαπλωμένος,Έτοιμος,καμπούρης (κάτω),τσαλακωμένος,Στριμωγμένος
No antonyms found.
hunchbacked => Κυφωτικός, hunchback => Κυφός, hunch over => καμπούρης, hunch forward => σκύβω μπροστά, hunch => διαίσθηση,