FAQs About the word squinched

Στριμωγμένος

having eyes half closed in order to see better

Σκυφτός,Συνωστισμένος,ξαπλωμένος,καμπούρης,Καθίζω,Έτοιμος,καμπούρης (κάτω),τσαλακωμένος

ίσιωσε,ξεσφιγμένος,ακαμψία

squinch => Τρομπέτα, squillidae => Σκουηλίδες, squilla => γαρίδα, squill => Σκίλλα, squilgeeing => σκουήγγι,