FAQs About the word squirmer

σπασίκλας

one who can't stay still (especially a child)

No synonyms found.

No antonyms found.

squirm => στριφογυρίζω, squirearchy => τοπική αριστοκρατία, μικροϊδιοκτήτες γαιών, squire => ιπποκόμος, squinty => στραβισμός, squinting => στραβοκοιτάζοντας,