Greek Meaning of squirrel
Σκίουρος
Other Greek words related to Σκίουρος
- αποδίδω
- κρυψώνα
- κατάστημα
- βάζω στην άκρη
- συσσωρεύω
- Αποκτώ
- κρυφή μνήμη
- συλλέγω
- διατηρώ
- κατάθεση
- συγκεντρώνω
- θησαυρός
- κρατάω
- αποταμίευση
- ξαπλώνω
- αποθηκεύω
- διατηρώ
- Στρογγυλοποίηση
- αποταμιεύω
- αποθήκευση
- απόθεμα
- αποθηκεύω
- θησαυρός
- αφήνω στην άκρη
- ξύνω (μαζί)
- συσσωρεύω
- συναρμολογώ
- τράπεζα
- θάβω
- κρύβω
- Συμπύκνωμα
- θερίζω
- στοίβα
- κρατώ
- σύζυγος
- παραλαμβάνω
- σωρός
- εφεδρεία
- διατηρώ
- εκκρίνω
- Στοίβα
- απόθεμα
- παρακράτηση
- ορισμένο από
Nearest Words of squirrel
- squirrel away => Κρύβω
- squirrel cage => Κλουβί σκίουρου
- squirrel corn => σπασμένο καλαμπόκι
- squirrel monkey => Πίθηκος σκίουρος
- squirrelfish => Σκίουρος
- squirrel's-foot fern => Φιλόδενδρο είδος
- squirrel-sized => σαν σκίουρο
- squirreltail barley => κριθάρι σκίουρου
- squirreltail grass => Σκίουρος ουρά γρασίδι
- squirt => ριπή
Definitions and Meaning of squirrel in English
squirrel (n)
a kind of arboreal rodent having a long bushy tail
the fur of a squirrel
FAQs About the word squirrel
Σκίουρος
a kind of arboreal rodent having a long bushy tail, the fur of a squirrel
αποδίδω,κρυψώνα,κατάστημα,βάζω στην άκρη,συσσωρεύω,Αποκτώ,κρυφή μνήμη,συλλέγω,διατηρώ,κατάθεση
καστ,καταναλίσκω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,εκφόρτωση,εξαντλώ,Απορρίματα,πετάω (μακριά),χτύπημα
squirmer => σπασίκλας, squirm => στριφογυρίζω, squirearchy => τοπική αριστοκρατία, μικροϊδιοκτήτες γαιών, squire => ιπποκόμος, squinty => στραβισμός,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)