Greek Meaning of squirrel

Σκίουρος

Other Greek words related to Σκίουρος

Definitions and Meaning of squirrel in English

Wordnet

squirrel (n)

a kind of arboreal rodent having a long bushy tail

the fur of a squirrel

FAQs About the word squirrel

Σκίουρος

a kind of arboreal rodent having a long bushy tail, the fur of a squirrel

αποδίδω,κρυψώνα,κατάστημα,βάζω στην άκρη,συσσωρεύω,Αποκτώ,κρυφή μνήμη,συλλέγω,διατηρώ,κατάθεση

καστ,καταναλίσκω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,εκφόρτωση,εξαντλώ,Απορρίματα,πετάω (μακριά),χτύπημα

squirmer => σπασίκλας, squirm => στριφογυρίζω, squirearchy => τοπική αριστοκρατία, μικροϊδιοκτήτες γαιών, squire => ιπποκόμος, squinty => στραβισμός,