Greek Meaning of stow

αποθηκεύω

Other Greek words related to αποθηκεύω

Definitions and Meaning of stow in English

Wordnet

stow (v)

fill by packing tightly

FAQs About the word stow

αποθηκεύω

fill by packing tightly

κρατάω,κατάστημα,γκαράζ,σπίτι,Πακέτο,βάζω,επανατοποθέτηση,υπόγειο,αρχείο,υπόστεγο

καστ,καταναλίσκω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,πετάω (μακριά),πετάω,παραιτούμαι,εκφόρτωση,Απορρίματα

stover => Άχυρο, stovepiping => Σωλήνωση, stovepiped => διαχωρισμένο, stovepipe iron => Σωλήνας σόμπας, stovepipe => Σόμπα,