FAQs About the word stowaway

Μετανάστης

a person who hides aboard a ship or plane in the hope of getting free passage

αεροπειρατής,ληστής αυτοκινήτων,ωτοστοπιστής,οτοστοπιστής

No antonyms found.

stowage => αποθήκευση, stow away => λαθρεπιβάτης, stow => αποθηκεύω, stover => Άχυρο, stovepiping => Σωλήνωση,