Greek Meaning of stowing
Αποθήκευση.
Other Greek words related to Αποθήκευση.
- χύτευση
- απόρριψη
- Τάφρος
- ντάμπινγκ
- απόρριψη
- Εκφόρτωση
- σπατάλη
- φυσώντας
- καταναλωτικός
- διαλυόμενος
- Εκσφενδονίζω
- διανέμοντας
- παράδοση
- εγκατάλειψη
- τρέχω μέσα από
- δαπάνες
- σπατάλη
- παράδοση
- πετώντας μακρυά
- εκτινάσσοντας
- χρησιμοποιώντας
- εξαντλητικό
- διαλυτικός
- διασπείρω
- εξαντλητικός
- δαπανώντας
- σπατάλη (μακριά)
- εξαθλιωτικός
- σπάταλος
- Σπατάλη
- διασκόρπιση
Nearest Words of stowing
Definitions and Meaning of stowing in English
stowing (n)
the act of packing or storing away
FAQs About the word stowing
Αποθήκευση.
the act of packing or storing away
φύλαξη,αποθήκευση,Συσκευασία,κατάθεση,παλαίωση,Υποβολή,Γκαράζ,Στάθμευση στο υπόστεγο,στέγαση,Βάζοντας
χύτευση,απόρριψη,Τάφρος,ντάμπινγκ,απόρριψη,Εκφόρτωση,σπατάλη,φυσώντας,καταναλωτικός,διαλυόμενος
stowe => αποθηκεύω, stowaway => Μετανάστης, stowage => αποθήκευση, stow away => λαθρεπιβάτης, stow => αποθηκεύω,