Greek Meaning of expending

δαπανώντας

Other Greek words related to δαπανώντας

Definitions and Meaning of expending in English

Wordnet

expending (n)

the act of spending money for goods or services

Webster

expending (p. pr. & vb. n.)

of Expend

FAQs About the word expending

δαπανώντας

the act of spending money for goods or servicesof Expend

πληρωμή,δαπάνες,Εκταμιεύων,Giving = Δίνοντας,τοποθέτηση,απομακρυσμένος,φυσώντας,διαλυόμενος,πτώση,Διακλάδωση (πάνω από

κατασκευή,αποταμίευση,Αποκτώντας,Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,εισόδημα,κέρδος,συσσώρευση,θέτοντας,προμήθεια,πραγματοποιώντας

expender => διανομέας, expended => εξαντλημένος, expendable => αναλώσιμος, expend => δαπανάω, expelling => Απέλαση,