Greek Meaning of earning
εισόδημα
Other Greek words related to εισόδημα
- φτάνοντας
- κέρδος
- θερίζοντας
- αποκτώντας
- προ(σ)γείωση
- κατασκευή
- αποκτώντας
- συγκομιδή
- προστασία
- νίκη
- επιτυγχάνοντας
- Αποκτώντας
- σακούλιασμα
- φέρνοντας
- σύλληψη
- φέροντας
- σχεδίαση
- προμήθεια
- κατεδάφιση
- πραγματοποιώντας
- επιτυγχάνοντας
- συσσωρεύοντας
- συσσωρεύοντας
- προσαρτώντας
- αλίευση
- εκκαθάριση
- ερχόμενος
- ακαθάριστο
- χτυπάω κάτω
- δίχτυ
- βάθρα
- καταλαμβάνων
- Ανακατάληψη
- ανακτά το
- επαναδημιουργία
- σκοράρισμα
- ανάληψη
Nearest Words of earning
- earning per share => Κέρδη ανά μετοχή
- earnings => έσοδα
- earnings before interest taxes depreciation and amortization => κερδοφορία προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων
- earnings report => Έκθεση κερδών
- ear-nose-and-throat doctor => ωτορινολαρυγγολόγος
- earphone => ακουστικά
- earpick => μπατονέτα
- earpiece => Ακουστικό
- ear-piercer => Σκουλαρίκια
- earplug => ωτοασπίδα
Definitions and Meaning of earning in English
earning (p. pr. & vb. n.)
of Earn
earning (n.)
That which is earned; wages gained by work or services; money earned; -- used commonly in the plural.
FAQs About the word earning
εισόδημα
of Earn, That which is earned; wages gained by work or services; money earned; -- used commonly in the plural.
φτάνοντας,κέρδος,θερίζοντας,αποκτώντας,προ(σ)γείωση,κατασκευή,αποκτώντας,συγκομιδή,προστασία,νίκη
σύμφωνα με,Giving = Δίνοντας,παραχώρηση,Χάνοντας,πληρωμή,δήμευση,υποχωρητικός,παραιτούμαι,χωρίζοντας (με),εγκατάλειψη
earnful => κερδοφόρος, earnestness => σοβαρότητα, earnestly => ειλικρινά, earnestful => σοβαρός, earnest money => προκαταβολή,