FAQs About the word giving up

παραιτούμαι

a verbal act of admitting defeat, the act of forsaking

κατάργηση,παραίτηση,στάση,παράδοση,κατάργηση,τέλος,ανακοπή,ανατροπή,Επαναφορά,λήξη

αρχή,συνέχεια,έναρξη,έναρξη,αρραβώνας,Επιχείρηση

giving medication => χορήγηση φαρμάκων, giving birth => γέννηση, giving => Giving = Δίνοντας, give-up the ghost => παραιτήθηκαν το φάντασμα, gives => δίνει,