Greek Meaning of occupying
καταλαμβάνων
Other Greek words related to καταλαμβάνων
- ελκυστικός
- απασχολημένος
- συναρπαστικός
- imμέρσ
- ενδιαφέρον
- συναρπαστικό
- περιλαμβάνοντας
- απορροφητικός
- Αποσπώντας την προσοχή
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- απορροφητικός
- περιτυλίγματος
- συναρπαστικός
- Προβληματικός
- γοητευτικός
- δελεαστικός
- απορητικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- τραβώντας το βλέμμα
- προλαβαίνω
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- κερδοσκοπία
- υπνωτιστικό
- υπνωτιστικός
- μονοπωλοποίηση
- εμμονή
Nearest Words of occupying
- occupy => καταλαμβάνω
- occupier => κατακτητής
- occupied => κατειλημμένος
- occupational therapy => Εργοθεραπεία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
- occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια
- occupational => επαγγελματικός
Definitions and Meaning of occupying in English
occupying (p. pr. & vb. n.)
of Occupy
FAQs About the word occupying
καταλαμβάνων
of Occupy
ελκυστικός,απασχολημένος,συναρπαστικός,imμέρσ,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,απορροφητικός,Αποσπώντας την προσοχή,μαγευτικός
βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός
occupy => καταλαμβάνω, occupier => κατακτητής, occupied => κατειλημμένος, occupational therapy => Εργοθεραπεία, occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας,