Greek Meaning of occupying

καταλαμβάνων

Other Greek words related to καταλαμβάνων

Definitions and Meaning of occupying in English

Webster

occupying (p. pr. & vb. n.)

of Occupy

FAQs About the word occupying

καταλαμβάνων

of Occupy

ελκυστικός,απασχολημένος,συναρπαστικός,imμέρσ,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,περιλαμβάνοντας,απορροφητικός,Αποσπώντας την προσοχή,μαγευτικός

βαρετό,κουραστικός,κουραστικό,χορτάτος,χλωμός

occupy => καταλαμβάνω, occupier => κατακτητής, occupied => κατειλημμένος, occupational therapy => Εργοθεραπεία, occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας,