Greek Meaning of occupational hazard
Επαγγελματικός κίνδυνος
Other Greek words related to Επαγγελματικός κίνδυνος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of occupational hazard
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
- occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια
- occupational => επαγγελματικός
- occupation license => άδεια άσκησης επαγγέλματος
- occupation licence => Αδεια χρήσης
- occupation => επάγγελμα
- occupate => καταλαμβάνω
- occupant => κάτοικος
- occupancy rate => Ποσοστό πληρότητας
- occupancy => κατοχή
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
- occupational therapy => Εργοθεραπεία
- occupied => κατειλημμένος
- occupier => κατακτητής
- occupy => καταλαμβάνω
- occupying => καταλαμβάνων
- occur => συμβαίνει
- occurred => συνέβη
- occurrence => Εμφάνιση
Definitions and Meaning of occupational hazard in English
occupational hazard (n)
any condition of a job that can result in illness or injury
FAQs About the word occupational hazard
Επαγγελματικός κίνδυνος
any condition of a job that can result in illness or injury
No synonyms found.
No antonyms found.
occupational group => επαγγελματική ομάδα, occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια, occupational => επαγγελματικός, occupation license => άδεια άσκησης επαγγέλματος, occupation licence => Αδεια χρήσης,