Greek Meaning of occupant
κάτοικος
Other Greek words related to κάτοικος
Nearest Words of occupant
- occupate => καταλαμβάνω
- occupation => επάγγελμα
- occupation licence => Αδεια χρήσης
- occupation license => άδεια άσκησης επαγγέλματος
- occupational => επαγγελματικός
- occupational disease => Επαγγελματική ασθένεια
- occupational group => επαγγελματική ομάδα
- occupational hazard => Επαγγελματικός κίνδυνος
- occupational safety and health act => Νόμος για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία
- occupational safety and health administration => Επιθεώρηση Εργασίας
Definitions and Meaning of occupant in English
occupant (n)
someone who lives at a particular place for a prolonged period or who was born there
occupant (n.)
One who occupies, or takes possession; one who has the actual use or possession, or is in possession, of a thing.
A prostitute.
FAQs About the word occupant
κάτοικος
someone who lives at a particular place for a prolonged period or who was born thereOne who occupies, or takes possession; one who has the actual use or possess
κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,ενοικιαστής,Πολίτης,κάτοικος,κάτοικος,κατοικώ,Γηγενής,μετανάστης
εξωγήινος,ξένος,καλεσμένος,Μη μόνιμος κάτοικος,τουρίστας,παροδικός,Επισκέπτης,Εξορία,πρόσφυγας,λιποτάκτης
occupancy rate => Ποσοστό πληρότητας, occupancy => κατοχή, occultness => μυστικισμός, occultly => μυστικά, occultist => αποκρυφιστής,