Greek Meaning of occulting
απόκρυψη
Other Greek words related to απόκρυψη
- απόκρυψη
- κάλυψη
- κρύβοντας
- σκοτεινός
- κουβέρτα
- αποκλεισμός
- Καμουφλάζ
- μεταμφιέζοντας
- Mάσκα
- επισκιάζοντας
- προβολή
- Κάλυμμα
- πέπλο
- εξάλειψη
- κουρτίνα
- περιβάλλων
- συγκάλυψη
- κατασταλτικός
- θολώνοντας
- διαψεύδοντας
- ταφή
- θόλωμα
- σκοτείνιασμα
- έκλειψη
- επιχρύσωση
- εμποδίζοντας
- συννεφιασμένος
- σκίαση
- ασφυκτικός
- βερνίκωμα
- ασπρισμα
- καμουφλάζ
- κάλυψη (κάποιου πράγματος)
- εξωραϊσμός (σε)
- αποφρακτικό
Nearest Words of occulting
Definitions and Meaning of occulting in English
occulting (n.)
Same as Occultation.
FAQs About the word occulting
απόκρυψη
Same as Occultation.
απόκρυψη,κάλυψη,κρύβοντας,σκοτεινός,κουβέρτα,αποκλεισμός,Καμουφλάζ,μεταμφιέζοντας,Mάσκα,επισκιάζοντας
εκθέτοντας,Αποκάλυψη,Εμφανίζοντας,αποκάλυψη,εκθέτω,αποκαλυπτικός,δείχνει,αποκάλυψη,αποκαλυψις,παρουσιάζοντας
occulted => κρυμμένο, occultation => απόκρυψη, occult arts => απόκρυφες τέχνες, occult => απόκρυφο, occrustate => επένδυση,