Greek Meaning of gilding
επιχρύσωση
Other Greek words related to επιχρύσωση
- βερνίκωμα
- ασπρισμα
- αποκλεισμός
- ταφή
- θόλωμα
- σκοτείνιασμα
- έκλειψη
- Mάσκα
- εμποδίζοντας
- συννεφιασμένος
- επισκιάζοντας
- σκίαση
- ασφυκτικός
- καμουφλάζ
- κάλυψη (κάποιου πράγματος)
- εξωραϊσμός (σε)
- αποφρακτικό
- θολώνοντας
- θολό
- σύγχυση
- διαψεύδοντας
- κουβέρτα
- Καμουφλάζ
- απόκρυψη
- κάλυψη
- μεταμφιέζοντας
- κρύβοντας
- σκοτεινός
- απόκρυψη
- προβολή
- Κάλυμμα
- πέπλο
- εξάλειψη
- κουρτίνα
- περιβάλλων
- συγκάλυψη
- κατασταλτικός
Nearest Words of gilding
Definitions and Meaning of gilding in English
gilding (n)
a coating of gold or of something that looks like gold
gilding (p. pr. & vb. n.)
of Gild
FAQs About the word gilding
επιχρύσωση
a coating of gold or of something that looks like goldof Gild
βερνίκωμα,ασπρισμα,αποκλεισμός,ταφή,θόλωμα,σκοτείνιασμα,έκλειψη,Mάσκα,εμποδίζοντας,συννεφιασμένος
εκθέτοντας,Αποκάλυψη,Εμφανίζοντας,αποκάλυψη,εκθέτω,αποκαλυπτικός,δείχνει,αποκάλυψη,παρουσιάζοντας,διαφημίσεις
gildhall => Δημαρχείο, gilder => επιχρυσωτής, gilden => Συντεχνία, gilded flicker => Xrysoskertis drogos, gilded => επιχρυσωμένος,