Greek Meaning of bedimming

θολό

Other Greek words related to θολό

Definitions and Meaning of bedimming in English

Webster

bedimming (p. pr. & vb. n.)

of Bedim

FAQs About the word bedimming

θολό

of Bedim

μαύρισμα,θόλωση,σκοτείνιασμα,μείωση φωτεινότητας,σκοτεινός,θολώνοντας,σύγχυση,εξάλειψη,θόλωμα,απόκρυψη

φωτεινό,φωτιστικός,αστραπή,φωτισμός,εκθέτω,φωτίζοντας,αποκαλυπτικός,αποκάλυψη,αποκάλυψη

bedimmed => θαμπός, bedim => θαμπώνω, bedighted => ευλογημένος, bedight => στολισμένος, bed-hop => αλλαγές κρεβατιών,