Greek Meaning of bedighted

ευλογημένος

Other Greek words related to ευλογημένος

Definitions and Meaning of bedighted in English

Webster

bedighted ()

of Bedight

FAQs About the word bedighted

ευλογημένος

of Bedight

εξοπλισμένος,ντυμένος με,Εξοπλισμένος,επιπλωμένος,εφοδιασμένος,Εξατομικευμένο,με στολή,Τυλιγμένο,ντυμένος απλά,εξοπλισμένος

Γυμνός,γυμνός,γυμνός,стрипт,ακατάστατος,εκχωρήθηκε,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος,Ανεξάρτητο

bedight => στολισμένος, bed-hop => αλλαγές κρεβατιών, bedhop => Πηγαίνω για ύπνο, bed-ground => κρεβάτι-έδαφος, bedground => κρεβάτι,