Greek Meaning of habilitated

ενεργοποιημένος

Other Greek words related to ενεργοποιημένος

Definitions and Meaning of habilitated in English

habilitated

clothe, dress, to make fit or capable (as for functioning in society), to qualify oneself

FAQs About the word habilitated

ενεργοποιημένος

clothe, dress, to make fit or capable (as for functioning in society), to qualify oneself

αποκατεστημένος,βελτιωμένη,ανακτημένο,λυτρωμένος,μεταρρυθμισμένος,αναγεννημένος,τροποποιημένος,Καθαρισμένο,καθαρισμένος,επανεκπαιδευμένος

κατεστραμμένο,διεφθαρμένος,Υποβαθμισμένο,ταπεινωμένος,Αποθαρρυμένος,διεστραμμένος,μειωμένος,διεστραμμένος,δηλητηριασμένος,βεβηλωμένος

habiliments => ενδύματα, habiliment(s) => ρούχο (α), gyving => Αποφυγή, gyved => δεμένος, gyrations => περιστροφές,