FAQs About the word guzzlers

μέθυσοι

to drink greedily or habitually, to drink especially liquor greedily, continually, or habitually, to use up, consume, use up, to drink greedily

Μπακαλιάροι,οι καλοφαγάδες,γουρούνι,Χοίροι,υπερφαγικοί,γουρούνια,γέμιση,μέθυσοι,συμποσιαστές,λαιμάργοι

όσοι κάνουν δίαιτα,συλλέκτες,τρωκτικά

guys => παιδιά, gut-wrenching => οδυνηρός, guttersnipes => άτακτοι, gutters => υδρορροές, gutted it out => την έκοψε στα δύο,