FAQs About the word munchers

Μασητές

snack, to eat with a chewing action, to eat or chew something, to snack on

Μπακαλιάροι,οι καλοφαγάδες,γουρούνι,Χοίροι,υπερφαγικοί,γουρούνια,γέμιση,μέθυσοι,συμποσιαστές,λαιμάργοι

όσοι κάνουν δίαιτα,συλλέκτες,τρωκτικά

mums => χρυσάνθεμα, mummifies => μουμιοποιεί, mummers => μίμοι, mumbles => μουρμουρά, multiyear => πολυετής,