FAQs About the word mummifies

μουμιοποιεί

to embalm and dry as or like a mummy, to make into or like a mummy, to dry up like the skin of a mummy, to cause to dry up and shrivel, to embalm and dry as or

στεγνώνει,μαραίνεται,μειώνει,Ξεθωριάζει,φθίνει,μαραίνομαι,Ακρώμιο,μαραμένος,μειώνεται,μειώνει

άνθη,Αναπτύσσει,ανθίζει,αυξάνεται,αυξάνει,αναβιώνει,ευδοκιμεί,δροσιστική,ευημερεί,κεριά

mummers => μίμοι, mumbles => μουρμουρά, multiyear => πολυετής, multitudes => πλήθη, multitalented => πολυτάλαντος,