FAQs About the word thrives

ευδοκιμεί

to gain in wealth or possessions, to grow vigorously, to progress toward or realize a goal despite or because of circumstances

ανθίζει,ευημερεί,Ακμάζει,λουλούδια,παράγει,Πολλαπλασιάζεται,διαδίδεται,ρίζες,άνθη,Βλαστοί

αποτυγχάνει,αγώνες,φλένδρες

thrills => συγκινήσεις, thrift shops => καταστήματα μεταχειρισμένων, thrift shop => Παζάρι, threw up => Ξεράω, threw over => πέταξε από πάνω,