FAQs About the word throw (on)

ρίχνω (πάνω)

to cause (something) to work by moving a switch, to quickly put on (a piece of clothing)

δον,βάζω,Εξοπλισμός,γλιστρώ (πάνω ή μέσα σε),φόρεμα,στολή,ρούχα,Πίνακας,ενδυμασία,διακοσμώ

αφαιρώ,απογειώνω,βγάζω,Λωρίδα,απογυμνώνω,Ξεντύνομαι

through streets => μέσω δρόμων, through street => Διάβαση, throttles => γκάζια, throngs => όχλοι, throbs => παλμός,