Greek Meaning of threw in
πέταξε μέσα
Other Greek words related to πέταξε μέσα
- παρέχειν (parexein)
- δωρεά
- αποδομένο
- εθελοντής
- συνεισφέρω
- συνεισέφερε
- έδωσα μακριά
- έχει ξεκινήσει
- συνέβαλε
- παρουσιάζεται
- προσφέρονται
- βοήθησε
- υποστηρίζεται
- απονεμήθηκε
- επωφελήθηκε
- απονεμημένος
- διανεμήθηκε
- διένεμε
- χαρισματικός
- προικισμένο
- επιπλωμένος
- έδωσε
- εκδόθηκε
- βάζω
- επωφελήθηκε
- απονεμήθηκε
- διανεμήθηκε
- μετρημένος (έξω)
- διοικείται
- διευρυμένο
- βοήθησε
- μεταδίδω
- ντυμένο
- σπάταλος
- προσφέρεται
- έξω
- πληρωμένος
- γλέντησε
- Θυσιασμένος
- προσφερθέν
- δωρεάν
- διανεμημένο
- διχαλωτό (πάνω από)
- ή πάνω)
- προσφερόμενα
Nearest Words of threw in
Definitions and Meaning of threw in in English
threw in
an act or instance of throwing a ball in, an inbounds pass in basketball, to enter into association or partnership, to add as a gratuity or supplement, distribute sense 3b, a throw made from the touchline in soccer to put the ball back in play after it has gone into touch, something added as a bonus or supplement, engage, a throw from an outfielder to the infield in baseball, to abandon a struggle or contest, to introduce or interject in the course of something
FAQs About the word threw in
πέταξε μέσα
an act or instance of throwing a ball in, an inbounds pass in basketball, to enter into association or partnership, to add as a gratuity or supplement, distribu
παρέχειν (parexein),δωρεά,αποδομένο,εθελοντής,συνεισφέρω,συνεισέφερε,έδωσα μακριά,έχει ξεκινήσει,συνέβαλε,παρουσιάζεται
πραγματοποιήθηκε,κράτησε,Διατηρημένα,αποθηκευμένο,κατεχόμενος,προηγμένος,δανεισμένος,τσεπώνω,συντηρημένο,πωλημένος
threw down => πέταξαν, threw back => Έριξε πίσω, threw away => πέταξε, threw (on) => Πετάχτηκε (πάνω), thresholds => κατώφλια,