Greek Meaning of doled out

διένεμε

Other Greek words related to διένεμε

Definitions and Meaning of doled out in English

Wordnet

doled out (s)

given out in portions

FAQs About the word doled out

διένεμε

given out in portions

διανεμήθηκε,διανεμημένος,διαιρεμένος,εκχωρημένος,διανεμήθηκε,προσφέρονται,διοικείται,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,δωρεά

αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,απορριφθείς,απορριπτόμενος,κατεχόμενος,στερημένος (από),φθονώ,τσιμπημένο,Εσφαλμένη κατανομή

doled => μοίραζε, dole out => διανέμω, dole => επίδομα, doldrums => αδράνεια, dolcino => dolcino,