Greek Meaning of rationed

δελτιωμένο

Other Greek words related to δελτιωμένο

Definitions and Meaning of rationed in English

Wordnet

rationed (s)

distributed equitably in limited individual portions

FAQs About the word rationed

δελτιωμένο

distributed equitably in limited individual portions

εκχωρημένος,διατεθεί,εκχωρηθείς,διανεμημένος,επιτρεπόμενο,κατανεμημένο,διανεμήθηκε,διαιρεμένος,έδωσε,μετρημένος

αρνηθεί,κράτησε,δεσμευμένο,φθονώ,κατασχεθεί,στερημένος (από),Διατηρημένα,τσιγκούνης,κατεχόμενος,αλαζονικός

rationalness => ορθολογισμός, rationally => ορθολογικά, rationalize away => Ορθολογικοποιήστε μακριά, rationalize => ορθολογοποιώ, rationalization => ορθολογικοποίηση,