Greek Meaning of metered
μετρημένος
Other Greek words related to μετρημένος
- διοικείται
- εκχωρημένος
- διατεθεί
- κατανεμημένο
- εκχωρηθείς
- ασχολήθηκα
- διανεμήθηκε
- διανεμημένος
- διαιρεμένος
- μετρημένος
- μετρημένος (έξω)
- μερίδες
- αναλογικός
- δελτιωμένο
- μοιράστηκε (έξω)
- διαχωρίζω
- παραχωρημένο
- μετρημένος
- επιτρεπόμενο
- απονεμήθηκε
- διένεμε
- προορισμένος
- χορηγήθηκε
- διανεμήθηκε
- ταξινομημένα
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- χωρισμένοι
- κρατημένος
- συνεισφέρω
- συνεισέφερε
- δωρεά
- έδωσε
- ανακατανεμημένος
- επανακατανέμεται
- επαναπροσανατολισμένος
- ανακατανεμηθεί
Nearest Words of metered
Definitions and Meaning of metered in English
metered
systematically arranged and measured rhythm (see rhythm sense 1) in verse, rhythm characterized by regular recurrence of a systematic arrangement of basic patterns in larger figures, a measure or unit of metrical verse, rhythm that continuously repeats a single basic pattern
FAQs About the word metered
μετρημένος
systematically arranged and measured rhythm (see rhythm sense 1) in verse, rhythm characterized by regular recurrence of a systematic arrangement of basic patte
διοικείται,εκχωρημένος,διατεθεί,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,ασχολήθηκα,διανεμήθηκε,διανεμημένος,διαιρεμένος,μετρημένος
αρνηθεί,στερημένος (από),κράτησε,Διατηρημένα,κατεχόμενος,δεσμευμένο,φθονώ,τσιγκούνης,αλαζονικός,κατασχεθεί
meteorically => μετεωρικά, meted (out) => μετρημένος (έξω), mete (out) => διανέμω, metaphors => μεταφορές, metals => Μέταλλα,