Greek Meaning of reassigned

επαναπροσανατολισμένος

Other Greek words related to επαναπροσανατολισμένος

Definitions and Meaning of reassigned in English

reassigned

to assign (something or someone) again especially in a new or different way

FAQs About the word reassigned

επαναπροσανατολισμένος

to assign (something or someone) again especially in a new or different way

συνεισέφερε,δωρεά,ανακατανεμημένος,επανακατανέμεται,ανακατανεμηθεί,παραχωρημένο,διοικείται,εκχωρηθείς,απονεμήθηκε,συνεισφέρω

αρνηθεί,στερημένος (από),Διατηρημένα,δεσμευμένο,φθονώ,κατασχεθεί,κράτησε,κατεχόμενος,αλαζονικός,τσιγκούνης

reassessing => επαναξιολόγηση, reassessed => επαναξιολογήθηκε, reasserting => επαναβεβαίωσης, reasserted => επαναβεβαιωμένος, reassembling => επανασυναρμολόγηση,