Greek Meaning of reasonings
σκέψεις
Other Greek words related to σκέψεις
Nearest Words of reasonings
- reasons => λόγοι
- reassembled => Επανασυναρμολογήθηκε
- reassembles => ξανασυναρμολογεί
- reassembling => επανασυναρμολόγηση
- reasserted => επαναβεβαιωμένος
- reasserting => επαναβεβαίωσης
- reassessed => επαναξιολογήθηκε
- reassessing => επαναξιολόγηση
- reassigned => επαναπροσανατολισμένος
- reassigning => Επανάθεση
Definitions and Meaning of reasonings in English
reasonings
the reasons used in and the proofs that result from thought, an instance of the use of reason, the drawing of inferences or conclusions through the use of reason, the use of reason
FAQs About the word reasonings
σκέψεις
the reasons used in and the proofs that result from thought, an instance of the use of reason, the drawing of inferences or conclusions through the use of reaso
έξυπνος,λογικός,λογικός,σκέψη,αναλυτικός,Αναλυτικός,λογικός,ψυχικός,έξυπνος,εγκεφαλικός
παράλογος,μη ορθολογικός,παράλογος,παράλογος,απρόσεκτος,ανόητος,πυκνό,κουτός,βαρετό,πλανερός
reasonability => λογικότητα, reason (with) => λόγος (με), rearresting => επανασύλληψη, rearrested => ξανασυνελήφθη, rearrest => επανασύλληψη,