Greek Meaning of rearresting

επανασύλληψη

Other Greek words related to επανασύλληψη

Definitions and Meaning of rearresting in English

rearresting

to arrest (someone or something) again, a second or subsequent arrest

FAQs About the word rearresting

επανασύλληψη

to arrest (someone or something) again, a second or subsequent arrest

συναρπαστικός,περιοριστικός,κράτηση,κατοχή,Περίκλειστος,φυλακίζοντας,φυλάκιση,συγκρατημένος,διαπράττοντας,εκπαιδευόμενος

εκφόρτωση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλάρωση,Απελευθέρωση,απελευθερωτικός,χαλαρός,αναπήδησης,απόδεση

rearrested => ξανασυνελήφθη, rearrest => επανασύλληψη, rearranging => Αναδιατάκτωση, rearranged => αναδιατάχθηκε, rear guard => Οπισθοφυλακή,