Greek Meaning of committing
διαπράττοντας
Other Greek words related to διαπράττοντας
- επιτυγχάνοντας
- επιτυγχάνοντας
- κάνει
- Εκτελείται
- ικανοποιητικό
- υλοποιώντας
- κατασκευή
- αποδίδει
- μεταφορά
- πραγματοποιώντας
- ολοκλήρωση
- αποτελεσματικός
- φινίρισμα
- περνάω από
- διαπραγμάτευση
- διαπράττων
- διωκτικός
- πραγματοποιώντας
- άριστος, εξαιρετικός
- υλοποιών
- φτάνοντας
- προκαλώντας
- φέρνοντας off
- αρκετός
- πραγματοποιούντας
- τέλος
- ενασχόληση με
- παρακολούθηση (με)
- κάρφωμα
- εξασκώντας
- Εφαρμόζοντας
- Τράβηγμα
- συνδέοντας
- επαναλαμβανόμενος
- εργάζομαι σε
Nearest Words of committing
Definitions and Meaning of committing in English
committing
to obligate or pledge oneself, to perpetrate an offense, to put into another's charge or trust, to pledge or assign to some particular course or use, to place in a prison or mental institution, to reveal the views of, bring about, perform, to put into a place for disposal or safekeeping, to put into charge or trust, obligate, bind, to make secure or put in safekeeping, to place in a prison or mental hospital especially by judicial order, to carry into action deliberately, to refer (something, such as a legislative bill) to a committee for consideration and report, to consign or record for preservation
FAQs About the word committing
διαπράττοντας
to obligate or pledge oneself, to perpetrate an offense, to put into another's charge or trust, to pledge or assign to some particular course or use, to place i
επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,υλοποιώντας,κατασκευή,αποδίδει,μεταφορά,πραγματοποιώντας
αποτυχημένος,υποτιμητικό,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία
commitments => δεσμεύσεις, commissions => προμήθειες, commissioners => επίτροποι, commissaries => επίτροποι, commiserations => συλλυπητήρια,