Greek Meaning of pulling off

Τράβηγμα

Other Greek words related to Τράβηγμα

Definitions and Meaning of pulling off in English

pulling off

to carry out despite difficulties

FAQs About the word pulling off

Τράβηγμα

to carry out despite difficulties

επιτυγχάνοντας,επιτυγχάνοντας,μεταφορά,πραγματοποιώντας,κάνει,Εκτελείται,ικανοποιητικό,περνάω από,υλοποιώντας,κατασκευή

αποτυχημένος,μιλάω ακατάληπτα,οικονομία,υποτιμητικό

pulling in => τραβώντας, pulling down => κατεδάφιση, pulling away => απομακρύνεται, pulling a face => σφίγγω το πρόσωπό μου, pulling (up) => έλκω (προς τα πάνω),