Greek Meaning of effectuating

πραγματοποιούντας

Other Greek words related to πραγματοποιούντας

Definitions and Meaning of effectuating in English

Webster

effectuating (p. pr. & vb. n.)

of Effectuate

FAQs About the word effectuating

πραγματοποιούντας

of Effectuate

φέρνοντας,προκαλώντας,κάνει,αποτελεσματικός,δημιουργώντας,Υποδεικνύωντας,Δημιουργώντας,παραγωγική,γέννα,αναπαραγωγή

Ελεγχόμενος,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,κατασταλτικός,συναρπαστικός,έλεγχος,συντριπτικός,κράσπεδο,απόσβεση

effectuated => πραγματοποιηθεί, effectuate => Εφαρμόζω, effectualness => αποτελεσματικότητα, effectually => αποτελεσματικά, effectuality => αποτελεσματικότητα,