Greek Meaning of contributing (to)
συνεισφέροντας (σε)
Other Greek words related to συνεισφέροντας (σε)
- προκαλώντας
- δημιουργώντας
- προκαλώντας
- φέρνοντας
- ευνοϊκός (προς)
- Δημιουργώντας
- αντλώντας από
- που προκύπτει σε
- μεταφράζοντας (σε)
- αρχή
- αναπαραγωγή
- φέρνοντας
- αποφασίζοντας
- υπισχνόμενος
- κάνει
- αποτελεσματικός
- πραγματοποιούντας
- ίδρυση
- ιδρυτικός
- επαγωγική
- επικαλούμενο
- κατασκευή
- προκαλώντας
- Υποδεικνύωντας
- λειτουργική
- υποχωρητικός
- καταλυτικός
- παραγωγική
- ρύθμιση
- γέννα
- αποδεικνύονται
- προελαύνοντας
- γέννηση
- υπό ανάπτυξη
- ψήφιση
- ενθαρρυντικός
- γεννώντας
- Πατρότητα
- προώθηση
- καλλιέργεια
- περαιτέρω
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εισαγωγή
- εκκίνηση
- θρεπτικός
- θρεπτικός
- Πρωτοποριακός
- απόδοση
- ρύθμιση
- αρχή
- Καλλιεργώ
- προώθηση
- Ελεγχόμενος
- εμποδίζοντας
- περιοριστικός
- περιοριστικός
- Κατεβάζω
- συναρπαστικός
- έλεγχος
- συντριπτικός
- κράσπεδο
- απόσβεση
- ανασταλτικός
- ακύρωση
- καταστολή
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- περιορισμός (σε)
- δαμάζοντας
- κατασταλτικός
- κατάργηση
- κονσερβοποίηση
- κατεδάφιση
- Καταστροφικός
- κατάσβεση
- εκκαθάριση
- σκλήρυνση
- σβήσιμο
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
Nearest Words of contributing (to)
Definitions and Meaning of contributing (to) in English
contributing (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word contributing (to)
συνεισφέροντας (σε)
προκαλώντας,δημιουργώντας,προκαλώντας,φέρνοντας,ευνοϊκός (προς),Δημιουργώντας,αντλώντας από,που προκύπτει σε,μεταφράζοντας (σε),αρχή
Ελεγχόμενος,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,Κατεβάζω,συναρπαστικός,έλεγχος,συντριπτικός,κράσπεδο,απόσβεση
contributes (to) => συμβάλλει σε, contributes => συνεισφέρει, contributed (to) => συνέβαλε (σε), contributed => συνεισέφερε, contribute (to) => συνεισφέρω (σε),