Greek Meaning of contributing (to)

συνεισφέροντας (σε)

Other Greek words related to συνεισφέροντας (σε)

Definitions and Meaning of contributing (to) in English

contributing (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word contributing (to)

συνεισφέροντας (σε)

προκαλώντας,δημιουργώντας,προκαλώντας,φέρνοντας,ευνοϊκός (προς),Δημιουργώντας,αντλώντας από,που προκύπτει σε,μεταφράζοντας (σε),αρχή

Ελεγχόμενος,εμποδίζοντας,περιοριστικός,περιοριστικός,Κατεβάζω,συναρπαστικός,έλεγχος,συντριπτικός,κράσπεδο,απόσβεση

contributes (to) => συμβάλλει σε, contributes => συνεισφέρει, contributed (to) => συνέβαλε (σε), contributed => συνεισέφερε, contribute (to) => συνεισφέρω (σε),