Greek Meaning of contrivances
τεχνάσματα
Other Greek words related to τεχνάσματα
Nearest Words of contrivances
- contributions => συνεισφορές
- contributing (to) => συνεισφέροντας (σε)
- contributes (to) => συμβάλλει σε
- contributes => συνεισφέρει
- contributed (to) => συνέβαλε (σε)
- contributed => συνεισέφερε
- contribute (to) => συνεισφέρω (σε)
- contravening => παραβαίνων
- contravenes => παραβιάζει
- contravened => παραβίασε
Definitions and Meaning of contrivances in English
contrivances
an artificial arrangement or development, something (as a scheme or mechanical device) produced with skill and cleverness, the act or faculty of contriving, a thing contrived, a mechanical device
FAQs About the word contrivances
τεχνάσματα
an artificial arrangement or development, something (as a scheme or mechanical device) produced with skill and cleverness, the act or faculty of contriving, a t
gadgets,αξεσουάρ,συσκευές,τεχνάσματα,όργανα,εφευρέσεις,τρυπάνια,μηχανισμοί,εργαλεία,αξεσουάρ
Αντίγραφα άνθρακα,κλώνοι,αντίγραφα,Απατεώνες,διπλότυπα,διπλασιασμοί,Φαξ (fax),μιμήσεις,αντίγραφα,αναπαραγωγές
contributions => συνεισφορές, contributing (to) => συνεισφέροντας (σε), contributes (to) => συμβάλλει σε, contributes => συνεισφέρει, contributed (to) => συνέβαλε (σε),